ταμάχι

ταμάχι
το, Ν
1. απληστία, πλεονεξία
2. παροιμ. «το πολύ ταμάχι χαλάει το στομάχι» — δηλώνει ότι η απληστία είναι βλαβερή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tamah].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταμάχι — το ιού, και νταμάχι, το ιού (λ. αραβ.), πλεονεξία, απληστία: Το πολύ ταμάχι χαλάει το στομάχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταμαχιάζω — Ν [ταμάχι] γίνομαι πλεονέκτης, άπληστος …   Dictionary of Greek

  • πλεονεξία — η το γνώρισμα του πλεονέκτη, απληστία, φιλαργυρία, ταμάχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταμαχιάρης, -α, -ικο — και νταμαχιάρης, α, ικο αυτός που έχει πολύ ταμάχι (βλ. λ.), πλεονέκτης: Ταμαχιάρικο παιδί, θ αρρωστήσει απ το φαΐ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”